- ἀστεροσκοπίᾳ
- ἀστεροσκοπίᾱͅ , ἀστεροσκοπίαwatch the starsfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀστεροσκοπία — ἀστεροσκοπίᾱ , ἀστεροσκοπία watch the stars fem nom/voc/acc dual ἀστεροσκοπίᾱ , ἀστεροσκοπία watch the stars fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστεροσκοπία — η (AM ἀστεροσκοπία) [αστεροσκόπος] η παρατήρηση και μελέτη των άστρων … Dictionary of Greek
ἀστεροσκοπίαι — ἀστεροσκοπίᾱͅ , ἀστεροσκοπία watch the stars fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεροσκοπίαν — ἀστεροσκοπίᾱν , ἀστεροσκοπία watch the stars fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)